ιδιόξενος

ιδιόξενος
ἰδιόξενος, -ον (Α)
προσωπικός φίλος ιδιώτη σε ξένο μέρος («οὔτε πρόξενος ὤν οὔτε ἰδιόξενος αὐτοῡ», Λουκιαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιο-* + -ξένος (< ξένος), πρβλ. πρό-ξενος, φιλό-ξενος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ιδιο- — α συνθετικό λέξεων που σημαίνει: α) ιδιαιτερότητα («ιδιόμορφος», «ιδιοφυής») β) χωριστή, μεμονωμένη κατάσταση («ιδιόλεκτος», «ιδιόγλωσσος») γ) κτήση («ιδιοκτήτης», «ιδιόβουλος») δ) αυτενέργεια ή το αποτέλεσμά της («ιδιόγραφος», «ιδιόχειρος») βλ.… …   Dictionary of Greek

  • ιδιοξενία — ἰδιοξενία, ἡ (Α) [ιδιόξενος] προσωπική φιλία …   Dictionary of Greek

  • ξένος — Επώνυμο αγωνιστών του 1821, κυριότεροι από τους οποίους ήταν οι εξής: 1. Εμμανουήλ. Λόγιος και αγωνιστής του ‘21 από την Πάτμο. Ανήκε στη μεγάλη οικογένεια των Ξ., από την οποία προερχόταν και ο μεγαλέμπορος της Οδησσού Βασίλειος, στο πλευρό του… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”